Μια μελωδία από τα παλιά ήταν η αφορμή. Ένα αγαπημένο τραγούδι της νιότης, το εισιτήριο γι’ αυτό το νοερό ταξίδι πίσω στο χρόνο. Τρία λεπτά μουσικής ονειροπόλησης και βρίσκεσαι χωρίς καθυστέρηση να κυλιέσαι στη χρυσόσκονη του παραμυθιού σου. Η καλή νεράιδα έχει ήδη στραμμένο το μαγικό της ραβδάκι πάνω σου και πριν καλά καλά τελειώσει το «άμπρα – κατάμπρα», ξαναγίνεσαι παιδί.
Το παιδί, που κοιτάει τον ουρανό και κάνει όνειρα. Το παιδί, που σιγοτραγουδάει, που γελάει δυνατά. Που σε κοιτάει στα μάτια για να δει τι σκέφτεσαι και αγαπάει από ένστικτο. Το παιδί, που του αρέσει να ζωγραφίζει ανθρώπους ευτυχισμένους μέσα σε καταπράσινα τοπία και χαμογελαστούς ήλιους. Το παιδί, που θέλει να βγαίνει στη βροχή χωρίς ομπρέλα, να τρώει παγωτό το χειμώνα, μα την ίδια στιγμή το φοβίζουν τα σκοτάδι, ο κακός δράκος, οι πειρατές… Το παιδί, που δε θέλει να μεγαλώσει. Το παιδί, που κρύβεται μέσα σου.
Όχι, δε χάθηκε! Είναι εκεί κρυμμένο. Κρυμμένο κάτω από τις στοίβες των λογαριασμών, μέσα στα καθημερινά άγχη της ζωής και του καθωσπρεπισμού. Κρύβεται γιατί τώρα μεγάλωσε και ντρέπεται. Ντρέπεται να σηκώσει τα χέρια του για μία μόνο αγκαλιά. Ντρέπεται να ζητήσει ακόμα ένα παραμύθι για να κοιμηθεί. Ντρέπεται να πιστέψει. ότι φίλες που αγάπησε και μοιράστηκε στιγμές ήταν απλά κακές μάγισσες μεταμορφωμένες. Ντρέπεται να παραδεχτεί πως το πριγκιπόπουλο της ζωής δεν έχει καμιά διάθεση να τη σώσει. Ντρέπεται και φοβάται να μην καταντήσει μαριονέτα.
Αγκάλιασε το παιδί! Σε τούτο τον κόσμο, που γέμισε μεγάλους, που η πραγματικότητα καταστρέφει τη μαγεία, που περισσεύουν οι γερασμένες ψυχές, μη σκοτώνεις το παιδί που κρύβεις μέσα σου. Πήδα τα φράγματα, που έστησε η κοινωνία για να σε μαντρώσει, τρέξε σε μια αμμουδιά, πείσμωσε, βούτα με φόρα στη θάλασσα…
Γέλασε δυνατά…!!!
Υπερασπίσου το παιδί [λέει ο στίχος], γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα…!!!