Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου.
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες.
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου, για να καθίσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη. Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει.
Όταν δεν υπάρχει τίποτα, γίνεται πιο σκληρός.
Πιο κοφτερός.
Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει, ώσπου να σε ρημάξει…
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα.
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή. Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα… Κρατούσες την ρότα σου σταθερή.
Άραξες το σκάφος σου σε απάνεμο λιμάνι.
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα. Ναυάγησα…
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα.
Ταξίδευα σ’ ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ’ αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες. Όπου μου λέγαν πήγαινα….
Αλκυόνη Παπαδάκη