Καθώς το αυτοκίνητο έφτανε στη γειτονιά, την ίδια στιγμή εκείνη κατηφόριζε για το σπιτικό της.
Χαμήλωσα ταχύτητα και την παρατηρούσα καθώς προχωρούσε με αργά βήματα, κρατώντας σταθερά το μπαστούνι της με το τρεμάμενο χέρι της. Τα μαλλιά της γκρίζα πια από τα χρόνια που στροβιλίστηκαν μέσα τους, ακουμπούσαν νωχελικά πάνω στο λαιμό της. Το πρόσωπο αυλακωμένο, κουρασμένο κι αυστηρό. Μια καφέ ρόμπα με κουμπιά, από αυτές που συνήθιζαν να φοράνε οι γυναίκες στην εποχή της, κάλυπτε το γέρικο κορμί της.
-Μεγάλωσε κι αυτή, σκέφτηκα. Όλες μεγάλωσαν. Κι η μάνα μου μαζί τους.
Εκείνες οι γυναίκες αναφοράς των παιδικών μας χρόνων έχουν πια μεγαλώσει. Θυμάμαι την παρουσία τους μέσα στο μικρό δρομάκι με τα ασβεστωμένα σπίτια και τις παστρικιές αυλές. Θυμάμαι το αντάμωμά τους έξω από τις αυλόπορτες για να μοιραστούν τα δικά τους, με αφορμή το δικό μας το παιχνίδι.
Τις σεβόμασταν. Και τις ακούγαμε σιωπηλά όταν μας συμβούλευαν ή όταν - με το θάρρος της μάνας μας - μάς μάλωναν. «Για το καλό σου στα λέω», ήταν η κουβέντα που έλεγαν συχνά. Αν και παιδί, ένιωθες το νοιάξιμο στο βλέμμα και στο χαμόγελό τους. Κι ας έτρεμε το φυλλοκάρδι σου στη σκέψη πως μπορεί να σε μαρτυρούσαν στη μάνα σου.
Οι γυναίκες της γειτονιάς μας έκλωσαν τις χαρές και τις έγνοιες τους μέσα στον κύκλο της ζωής που δεν τους χαρίστηκε. Τις γέλασαν και τις έκλαψαν μέσα στο καλντερίμι που ανάσαινε μπροστά στο φτωχικό τους.
Εμείς, τα παιδιά τους, μεγαλώσαμε, τραβήξαμε τον δρόμο μας, δημιουργήσαμε τη δική μας οικογένεια. Χαθήκαμε μέσα στις νέες προκλήσεις και απαιτήσεις, για τις οποίες ήμασταν αμάθευτοι. Και δυστυχώς, πήραμε σ΄ αυτό το φευγιό, από την ασφάλεια και τη ζεστασιά της γειτονιάς, μαζί και τα παιδιά μας.
Εκείνες, όπως, έμειναν ακόμα εκεί… Βράχος αντοχής κι απαντοχής… Φιγούρες ανθρωπιάς, απλότητας κι αγάπης. Σ’ έχω σαν κόρη μου», είναι η φράση που πάντα κουβαλώ μαζί μου, όσο μακριά κι αν φεύγω. Και το νιώθω πως ναι, είμαστε οι κόρες και οι γιοι τους, γιατί μεγάλωσαν δίπλα μας και δίπλα στης μάνα μας την έγνοια και τον καημό.
Οι σύγχρονες γειτονιές έχουν χάσει αυτό το άρωμα αγάπης που το έπαιρνε ο αέρας από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και το εναπόθετε στα κατώφλια, που μοιράζονταν το ίδιο καρδιοχτύπι μέσα στα πλακόστρωτα δρομάκια μιας άλλη εποχής.
Και τα παιδιά της γειτονιάς δε μας αναγνωρίζουν πια για δικό τους άνθρωπο, ώστε να κοντοσταθούν και να μας μιλήσουν. Τα λόγια μας κρέμονται άτσαλα από τα χείλη, γιατί δεν υπάρχει αυτός ο συναισθηματικός δεσμός που θα τα ξεκλειδώσει.
Οι γειτονιές που μεγαλώσαμε σήμερα απλά αναπολούν την καλοσύνη και την καρδιά που είχαν εκείνες οι φτωχές κι αγράμματες γυναίκες, που κάποτε αγκάλιασαν τη δύσκολη, μα τρυφερή παιδική μας ηλικία.