Το Αστεράκι ήταν ενθουσιασμένο. Επιτέλους για πρώτη φορά θα κατέβαινε στη γη των ανθρώπων και θα λουζόταν σε ένα βαθύ κι απέραντο πράγμα, που το είχαν ονομάσει «Θάλασσα». Είχε ακούσει πως ήταν παράξενο… με μαύρο ή μπλε σκούρο χρώμα και ανέμιζε πότε ρυθμικά και πότε μανιασμένα.
Εκείνο το βράδυ περιτριγύριζε γεμάτο χαρά το Φεγγάρι, θαρρείς και φοβόταν μήπως το ξεχάσει…
«Αστεράκι, ετοιμάσου! Ήρθε η ώρα», του φώναξε χαμογελώντας το Φεγγάρι.
Το Αστεράκι ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή όταν στάθηκε στη σειρά, πίσω από τα άλλα αστέρια. Ένιωθε φόβο μαζί και δέος. Κι αν κάτι δεν πάει καλά; σκεφτόταν… Κι αν τραυματιζόταν; Αν το ρούφαγε αυτό πελώριο μαύρο τέρας; Αν έχανε τον δρόμο της επιστροφής;
«Άντε, κουνήσου», άκουσε ένα άλλο αστέρι να φωνάζει πίσω του.
Έτρεμαν τα λαμπερά του ποδαράκια, αλλά δεν είχε πισωγύρισμα. Έκλεισε τα μάτια του και βούτηξε στο κενό… ή μήπως το έσπρωξαν; Δε θυμόταν πόση ώρα αιωρούνταν στον αέρα, όταν οι χαρούμενες φωνές των άλλων αστεριών το έκαναν να ανοίξει τα μάτια του. Μέχρι να συνηθίσει στο σκοτάδι ένιωσε κάτι υγρό να το δροσίζει ευχάριστα.
Ήταν η Θάλασσα των ανθρώπων! Ουάου! αναφώνησε τρελαμένο από την υπέροχη αίσθηση. Βγήκε ξανά στην επιφάνεια και άρχισε να μιμείται τα παιχνίδια των άλλων αστεριών, όλο και πιο ξεθαρρεμένο. Βουτούσε στα βαθιά, έκανε κολοτούμπες στην επιφάνεια και στάθηκε κάτω από το φωτεινό μονοπάτι του Φεγγαριού κουνώντας του τις μπροστινές του ακτίνες για να το χαιρετίσει.
«Αστεράκι, πρώτη φορά σε βλέπω», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή δίπλα του. Γύρισε ξαφνιασμένο και είδε μια παράξενη μορφή. Ήταν σίγουρο πως κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στον ουρανό τους.
«Τι είσαι εσύ;», ρώτησε κρατώντας την ανάσα του.
«Είμαι Γοργόνα. Πρώτη φορά έρχεσαι στη Γη, ε;. Σε αντίθεση με σένα, εγώ έρχομαι κρυφά εδώ.. Οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι».
«Πώς είναι οι άνθρωποι;», ρώτησε γεμάτο περιέργεια το Αστεράκι.
«Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν κι εμένα από τη μέση και πάνω… να, από δω και πάνω. Αντί για ουρά όμως έχουν δύο πόδια και περπατούν εκεί έξω», είπε και χτύπησε δυνατά με την ουρά της το νερό δείχνοντάς του την παραλία. Ένα μικρό κύμα σηκώθηκε και σκέπασε το Αστεράκι, που προσπαθούσε να συνέλθει από το διπλό σοκ.
«Και γιατί είναι επικίνδυνοι οι άνθρωποι;», τη ρώτησε.
«Οι άνθρωποι δεν αντέχουν το διαφορετικό, το φοβούνται. Ούτε το Φως το αντέχουν, έχουν μάθει να ζουν με το σκοτάδι τους. Γι’ αυτό κι εγώ δεν εμφανίζομαι ποτέ μέρα. Κι όσο για εσάς τα αστέρια, τους αρέσει να σας θαυμάζουν και να σας φωτογραφίζουν από μακριά για να καυχιούνται πως έχουν δει κι αυτοί ένα αστέρι. Δεν το θέλουν όμως δίπλα τους για να μη φωτίζει τη σκοτεινιά τους. Την έχουν συνηθίσει.»
«Και είναι κακό αυτό», ρώτησε το Αστεράκι γεμάτο αθωότητα.
«Ναι Αστεράκι, είναι κακό. Είναι κακό όταν σε χρησιμοποιούν για να ξεχαστούν, αλλά κάνουν πίσω όταν βλέπουν το φως να πλησιάζει στη ζωή τους. Είναι κακό όταν δε σκέφτονται πώς άραγε να νιώθεις εσύ ή εγώ. Οι άνθρωποι νοιάζονται μόνο για τη δική τους ικανοποίηση, για κανέναν άλλον.»
Ξαφνικά το Αστεράκι νοστάλγησε την ασφάλεια του Φεγγαριού του. Θα προσπαθούσε να κρατηθεί μακριά από την παραλία και τους ανθρώπους της.
«Θα γίνεις φίλη μου;» ψιθύρισε.
«Ναι! Θα γίνω η φίλη σου. Κι όταν θα κατεβαίνεις να λούζεσαι στη θάλασσα, θα σε περιμένω να τα λέμε. Εμένα μπορείς να με εμπιστευτείς, γιατί αγαπώ το Φως σου», του απάντησε ρίχνοντας με την ουρά της ένα μικρό κυματάκι.
Το Αστεράκι χαιρέτησε την Γοργόνα και επέστρεψε στο φωτεινό μονοπάτι του Φεγγαριού που θα του έδειχνε τον δρόμο για να επιστρέψει με ασφάλεια σπίτι του.
Ήταν πια ήδη λίγο πιο σοφό. Η θάλασσα θα γινόταν η αγαπημένη του, γιατί τον άφησε να παίξει με τα νερά της. Και η Γοργόνα θα γινόταν η φίλη του, γιατί προσπάθησε να το προστατέψει.
Αφέθηκε στην αγκαλιά του Φεγγαριού που τόσο αγαπούσε και χάθηκε στον ουρανό αφήνοντας την λάμψη του να αποχαιρετήσει για πρώτη και τελευταία φορά με αθωότητα τα κύματα.