Όταν ήμουνα μικρή, κάθε πρωινό Μεγάλης Παρασκευής κόβαμε λουλούδια με τη γιαγιά μου από τον κήπο της και ξεκινάγαμε για την εκκλησία.
«Τα πιο όμορφα, Διαμαντούλα μου. Με αυτά θα στολίσουμε τον Επιτάφιο» έλεγε.
Και όντως, όταν φτάναμε, γυναίκες και κοριτσάκια σαν και εμένα μας περιμένανε με τις αγκαλιές τους γεμάτες λουλούδια.
Στολίζαμε τον Επιτάφιο με αγάπη και χαρά.
Όταν, όμως, η καμπάνα άρχιζε να χτυπάει πένθιμα, όλες σταματούσανε και κάνανε τον σταυρό τους.
«Γιατί χτυπάνε οι καμπάνες γιαγιά;» τη ρώτησα την πρώτη φορά, γύρω στα πέντε θα ’μουν.
«Πέθανε ο Χριστούλης. Πέθανε για εμάς» μου είπε η γιαγιά, σφίγγοντάς μου το χέρι.
Τον ήξερα τον Χριστούλη, τον έβλεπα στις εικόνες. Σε αυτόν, Στην μαμά του και Στον μπαμπά του και στο σόι του, προσευχόμασταν.
Μεγάλη η στεναχώρια και το βάρος για τους ώμους μου, όμως. Τι αμαρτίες είχα εγώ και πέθανε για μένα; Μεγάλες έννοιες για ένα μικρό παιδί.
Με το κεφάλι σκυμμένο, συγυρίζαμε και δίναμε ραντεβού για το βράδυ.
«Μια μέρα είναι θα περάσει και αύριο θα γελάμε πάλι», έλεγε η γιαγιά μου για να με κάνει να νιώσω καλύτερα.
Το χέρι της γιαγιάς μου φέτος θα είναι άδειο. Πολλά χέρια που αμήχανα θα κουνιούνται γιατί θα τους λείπει η γείωση τους.
Η αγάπη μου όμως θα είναι εκεί, γιατί και η δική της είναι εδώ.
Όπου υπάρχουν Άνθρωποι, ζει η Αγάπη.